- ενσωρεύω
- (AM ἐνσωρεύω) [σωρεύω]σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύωαρχ.παθ. ἐνσωρεύομαι(για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνσωρεύειν — ἐνσωρεύω heap on pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωρεύεται — ἐνσωρεύω heap on pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωρεύων — ἐνσωρεύω heap on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)